- ἀγλαόδωρος
- ἀγλαόδωροςbestowing splendid giftsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγλαόδωρος — ἀγλαόδωρος, ον (Α) αυτός που δίνει λαμπρά δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + δῶρον] … Dictionary of Greek
ἀγλαόδωρον — ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts masc/fem acc sg ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαοδώρου — ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαόδωρε — ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαόδωρ' — ἀγλαόδωρα , ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts neut nom/voc/acc pl ἀγλαόδωρε , ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… … Dictionary of Greek